- μετάλλατον
- μετάλλᾱτον , μετάλλατοςto be searched outmasc/fem acc sg (doric)μετάλλᾱτον , μετάλλατοςto be searched outneut nom/voc/acc sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μετάλλατος — μετάλλατος, ον (Α) [μεταλλώ] (δωρ. τ. αντί μετάλλητος) αυτός που μπορεί να ερευνηθεί, να εξεταστεί («μεμάντευμαι δ ἐπὶ Κασταλίᾳ εἰ μετάλλατόν τι», Πίνδ.) … Dictionary of Greek